- φιλόμυθος
- φιλόμῡθος , φιλόμυθοςfond of legendsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλόμυθος — ον, ΜΑ αυτός που τού αρέσουν οι μυθικές διηγήσεις αρχ. 1. φλύαρος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόμυθον η φιλομυθία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μῦθος] … Dictionary of Greek
φιλομύθω — φιλομύ̱θω , φιλόμυθος fond of legends masc/fem/neut nom/voc/acc dual φιλομύ̱θω , φιλόμυθος fond of legends masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόμυθον — φιλόμῡθον , φιλόμυθος fond of legends masc/fem acc sg φιλόμῡθον , φιλόμυθος fond of legends neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
LIBIDO — plerarumque haeresium esca, ut videre est hîc passim, inprimis ubi de Fem. Comm. Idem apud Idololatras omnis aevi obtinuit, quorum nonnullis etiam inter sacros suae impietatis ritus meretricatus et scortatio fuit, uti passim itidem diximus. Et… … Hofmann J. Lexicon universale
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
φιλομυθής — ές, Μ ο γεμάτος μυθικές διηγήσεις («βίβλον τὴν λεγομένην φιλαλήθη μᾱλλον δὲ φιλομυθή», Αναστ. Σιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού φιλόμυθος, κατά τα σιγμόληκτα επίθ.] … Dictionary of Greek
φιλομυθία — ἡ, Α [φιλόμυθος] αρέσκεια στις μυθικές διηγήσεις … Dictionary of Greek
φιλομυθώ — έω, ΜΑ [φιλόμυθος] μού αρέσουν οι μυθικές διηγήσεις … Dictionary of Greek
φιλομυθότερος — φιλομῡθότερος , φιλόμυθος fond of legends masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομύθοις — φιλομύ̱θοις , φιλόμυθος fond of legends masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)